ανοιχτήρι

ανοιχτήρι
το
-ιού, εργαλείο με το οποίο ανοίγει κανείς ένα κλειστό αντικείμενο: Δώσε μου το ανοιχτήρι ν' ανοίξω το κρασί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανοιχτήρι — το ειδικό εργαλείο σε τύπο κλειδιού με το οποίο ανοίγει κανείς φιάλες, κονσέρβες κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ανοικτήριον — ἀνοικτήριον, το (Μ) βλ. ανοιχτήρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”